- ότρα
- ὄτρα (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ἡ τοῡ ἀλέκτορος οὐρά».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρα — και οτρά, η, Ν 1. νηματοειδές επίχρυσο ή αργυρό έλασμα για τη διακόσμηση τού πέπλου τής νύφης 2. το τμήμα τής κλωστής που περνιέται στο βελόνι για το ράψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. otra < τροιά τ. που παραδίδει ο Ησύχ. και έχει σημ. «κρόκη,… … Dictionary of Greek
Κρίστιανσαντ — (Kristiansand). Πόλη (72.395 κάτ. το 2000) της νότιας Νορβηγίας, πρωτεύουσα της κομητείας Βεστ Άγκντερ (6.817 τ. χλμ., 157.851 κάτ. το 2002) και λιμάνι στον πορθμό Σκαγεράκη. Αποτελεί εμπορικό και αλιευτικό κέντρο, με βιομηχανίες ναυτικών και… … Dictionary of Greek